- ἀνοήτους
- ἀνόητοςnot thought onmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безсъмысльнъ — (1*) пр. Безрассудный: такоже и женьска˫а приближень˫а всѣхъ елико ѡбоуимɤть и оуловлены(х) дь˫аволоу пре(д)ставлѩють, потомъ бывають ти моужи мѩгци, безъстоудни, бесмыслени, гнѣвливи, соурови, раболични, несвободни, жестьци, любомолвьци.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неразоумьно — (16) нар. 1.Нар. к неразѹмьныи в 1 знач.: и ˫арости и татьбѣ и пь˫аньствѹ и прочимъ грѣхомъ неразѹмно превратиша (ἀνοήτως) ΓΑ XIII–XIV, 49а; врази б҃олѣпнаго Іѡана неправо и неразѹмно || завидѧхѹть ѥмѹ (ἀνοήτως) Там же, 2536–в; тако смущеныхъ ѿ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
несъмысльныи — (71) пр. 1.Неразумный, глупый, безрассудный: въ дѣтьхъ несъмысльнахъ вражи˫а помышлѥни˫а. (ἄφροσιν) КЕ XII, 225б; черноризець мудръ бестратие [так!] стѧжить. а несмысленъ почерпеть зла˫а. ИларПосл XI сп. XIV, 200 об.; себе погуби(т). несмыслеными … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Μελητίδης — και Μελιτίδης, ὁ (Α) (στην Αθήνα) παροιμιώδης ονομασία για τους ανόητους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μέλητος < μέλω] … Dictionary of Greek
Παφλαγών — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φινέα, από τον οποίο πήρε το όνομά της, κατά την παράδοση, η Παφλαγονία. Π. λεγόταν και ο κάτοικος της αρχαίας Παφλαγονίας. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Παφλαγόνες ανόητους και η λέξη Π. σήμαινε τον φλύαρο και… … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
αμφιετίδαι — ἀμφιετίδαι, οι (Α) [ἀμφιετής] κωμική ονομασία για ανόητους ανθρώπους … Dictionary of Greek
γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή … Dictionary of Greek
κλόουν — (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα… … Dictionary of Greek
ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… … Dictionary of Greek